Διαπραγματεύσεις

Η διαπραγμάτευση, στο πλαίσιο της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, αποτελεί μια συντονισμένη διαδικασία επικοινωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, με στόχο την επίλυση διαφορών τους μέσω αμοιβαίας συμφωνίας. Η διαδικασία αυτή, υποβοηθούμενη από τον διαμεσολαβητή, βασίζεται στην καλή πίστη, την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία, αποφεύγοντας τις χρονοβόρες και κοστοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Μέσω των διαπραγματεύσεων, οι εμπλεκόμενοι έχουν τη δυνατότητα να βρουν δημιουργικές λύσεις που προσαρμόζονται στις ανάγκες τους, επιτυγχάνοντας μια ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων τους. Εφαρμόζεται σε ποικίλα πεδία διαφορών, όπως εμπορικές, εργατικές, τραπεζικές και οικογενειακές υποθέσεις, και αποσκοπεί στη διατήρηση ή ακόμη και τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των μερών.
Η αποτελεσματικότητα της διαπραγμάτευσης ενισχύεται μέσα από τη χρήση
κατάλληλων στρατηγικών, όπως το μοντέλο Win-Win, που εξασφαλίζει αμοιβαία ικανοποίηση. Η διαδικασία επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση απόψεων και την ανάπτυξη δημιουργικών λύσεων σε ένα ασφαλές και εμπιστευτικό περιβάλλον.
Παράλληλα, η διαμεσολάβηση διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα της συμφωνίας μέσω της τυπικής υπογραφής των μερών. Σε περιόδους έντασης ή αντιπαραθέσεων, η διαπραγμάτευση αναδεικνύεται ως μια σύγχρονη, ευέλικτη και αποδοτική λύση για τη διαχείριση συγκρούσεων, παρέχοντας τη δυνατότητα εξοικονόμησης χρόνου και κόστους, με απόλυτο σεβασμό στις ανάγκες και τους στόχους των εμπλεκομένων.

Η διαπραγμάτευση και διαμεσολάβηση εφαρμόζονται σε ιδιωτικές διαφορές, όπως εμπορικές, εργατικές, οικογενειακές, τραπεζικές υποθέσεις, καθώς και διαφωνίες σχετικές με τη χρήση εμπορικού σήματος, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά προϊόντων ή την τήρηση εμπορικών συμφωνιών. Μέσω της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου με συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς (άρθρο 2 του νόμου 3898/2010). Διαφορές που μπορούν να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση είναι οι αστικές διαφορές και εμπορικές διαφορές, δηλαδή, ενδεικτικά, οι οικογενειακές διαφορές, οι διαφορές οροφοκτησίας, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, οι υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών.
Ναι, η συμφωνία που υπογράφεται από τα μέρη μέσω της διαμεσολάβησης είναι απολύτως δεσμευτική και εκτελεστή, σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Όταν η διαδικασία καταλήξει σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, ο Διαμεσολαβητής την αποτυπώνει εγγράφως και αφού την υπογράψουν και τα δύο μέρη, το πρακτικό κατατίθεται στο Πρωτοδικείο της περιοχής όπου έγινε η Διαμεσολάβηση. Έτσι, η συμφωνία αυτή μετατρέπεται άμεσα σε Εκτελεστό Τίτλο. Αυτό αποτελεί ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης σε σχέση με τους άλλους τρόπους επίλυσης διαφορών (δικαστήρια, διαιτησία). Με τον νόμο Ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (2008/52/ΕΚ) ορίζεται ότι: «Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης» (αρ. 9 παρ.1). «Το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρωτότυπο αυτού κατατίθεται στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. »(αρ. 9 παρ.2). «Από την κατάθεση στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ’ΚΠολΔ » (αρ. 9 παρ.1).