Νέος Πτωχευτικός Νόμος

Καινούργια δεδομένα για επιχειρήσεις και νοικοκυριά φέρνει ο Νέος Πτωχευτικός Νόμος που έχει τεθεί σε εφαρμογή. Για πρώτη φορά στη χώρα μας θεσμοθετείται η πτώχευση για φυσικά πρόσωπα, ενώ ταυτόχρονα αλλάζουν πλήρως τα δεδομένα για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Ο νόμος 4738/2020 είναι ο νέος πτωχευτικός νόμος που φέρνει μεγάλες αλλαγές στη ρύθμιση οφειλών των φυσικών και νομικών προσώπων. Ονομάζεται και δεύτερη ευκαιρία και σίγουρα αφορά μια μερίδα οφειλετών, ιδίως όσων έχουν εξαιρετικά υψηλές οφειλές, ή όσων δεν έχουν ακίνητη περιουσία. Προβλέπεται ειδική μέριμνα για τα ευάλωτα νοικοκυριά για τα οποία προβλέπεται μιας μορφής προστασία της πρώτης κατοικίας αλλά και ειδικό στεγαστικό επίδομα μέσω του οποίου πληρώνεται μέρος ή όλο το ενοίκιο που δίνουν στην τράπεζα, προκειμένου να συνεχίζουν να μένουν στο σπίτι που πλέον έχει περάσει στην κυριότητα του πιστωτή. Στην περίπτωση που δεν είναι εφικτή η ρύθμιση του
χρέους, τότε ο δανειολήπτης οδηγείται σε πτώχευση και η περιουσία του ρευστοποιείται. Σε αντίθεση με το παρελθόν, μπορούν να πτωχεύσουν όχι μόνο επιχειρήσεις, αλλά και φυσικά πρόσωπα, ενώ αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία προβλέπεται απαλλαγή από όλες τις απαιτήσεις (οικονομικές και νομικές) για φυσικά πρόσωπα, εταίρους, μέλη Δ.Σ. Πρόκειται δηλαδή για μιας μορφής «δεύτερη ευκαιρία».

Η αίτηση γίνεται στην ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα και οι πιστωτές «δύνανται» (άρθρο 14 του νόμου) να καταθέσουν πρόταση ρύθμισης δηλαδή οι πιστωτές δεν υποχρεούνται να απαντήσουν στο αίτημα ρύθμισης. Νέο δεδομένο είναι ότι πλέον οι υπάλληλοι δεν θα έχουν καμία ευθύνη για τη σύμβαση αναδιάρθρωσης, αν υπογραφεί και αν επέλθει συμφωνία (άρθρο 20). Ο νόμος περιέχει ως τρόπο διευθέτησης των οφειλών την τραπεζική διαμεσολάβηση όπου ο δανειολήπτης για μπορεί να απευθυνθεί σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή και να γίνει τραπεζική διαμεσολάβηση.

ΠΡΟΣΟΧΗ! Την αίτηση για κήρυξη πτώχευσης μπορεί να καταθέσει εκτός από τον οφειλέτη (που προφανώς δεν θα θέλει να το κάνει εκτός κάποιων περιπτώσεων) και οι πιστωτές, αλλά και ο εισαγγελέας πρωτοδικών.

Πρακτικό παράδειγμα: Τράπεζα από την οποία έχεις πάρει δάνειο και δεν το έχεις πληρώσει για χρόνια μπορεί να κάνει αίτηση πτώχευσης στο δικαστήριο και να κληθείς ως δανειολήπτης να παραστείς στη δίκη 15 μέρες πριν τη δικάσιμο. Άρα όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση το δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση και διορίζει εισηγητή, δικαστή και σύνδικο πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Κατά της απόφασης αυτής χωρεί ανακοπή και αίτηση αναστολής. Αν ικανοποιηθούν οι πιστωτές, δηλαδή με απλά λόγια αν ο οφειλέτης βρει χρήματα και τους πληρώσει τις οφειλές τότε μπορεί να ανακληθεί η απόφαση πτώχευσης.

Να σημειωθεί ότι δεν προστατεύεται ούτε η κύρια κατοικία παρά μόνο για μια μερίδα δανειοληπτών που ονομάζονται ευάλωτοι από το νόμο και πληρούν κριτήρια εισοδήματος εξαιρετικά χαμηλά που αποκλείουν στην πραγματικότητα τη μεγαλύτερη μερίδα οφειλετών. Στις περιπτώσεις αυτές η κύρια οικία θα μεταβιβάζεται σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και ο οφειλέτης θα αποκτά δικαίωμα μίσθωσης διάρκειας 12 ετών με επιδότηση του ενοικίου και καταβολή μισθώματος με δικαίωμα επαναγοράς στο τέλος της μίσθωσης. Σε περίπτωση μη καταβολής τριών μισθωμάτων ο οφειλέτης θα αποβάλλεται, θα τον διώχνουν δηλαδή από το ακίνητο, και θα χάνει το δικαίωμα επαναγοράς του ακινήτου. Αν όλα πάνε καλά και καταβάλλει τα μισθώματα σε 12 έτη θα πρέπει να επαναγοράσει το ακίνητο στην αξία της εμπορικής του αξίας την οποία ορίζει πιστοποιημένος εκτιμητής. (άρθρο 219 παρ 5).

Το γραφείο μας έχοντας ιδιαίτερη γνώση και κατάρτιση για τις διατάξεις του νέου πτωχευτικού νόμου αναλαμβάνει να καλύψει πλήρως την πτωχευτική διαδικασία για ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Μετά την υποβολή της αίτησης στον πτωχευτικό νόμο, οι χρηματοδοτικοί φορείς έχουν τη διακριτική ευχέρεια να καταθέσουν πρόταση ρύθμισης προς τον οφειλέτη. Για να προχωρήσει η διαδικασία, η πρόταση αυτή πρέπει να εξασφαλίσει τη συναίνεση τόσο του οφειλέτη όσο και της πλειοψηφίας των χρηματοδοτικών φορέων, καθώς και των πιστωτών που διαθέτουν ειδικό προνόμιο, όπως προσημείωση ή υποθήκη. Εφόσον υπάρξει συμφωνία, υπογράφεται σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Σε περιπτώσεις όπου ο οφειλέτης έχει χρέη προς το Δημόσιο ή προς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, η σύμβαση αυτή μπορεί να εξαρτάται από τη συναίνεση των συγκεκριμένων φορέων. Αν ο οφειλέτης διαφωνεί με την πρόταση των δανειστών, έχει το δικαίωμα, εντός δέκα ημερών από τη λήψη της πρότασης, να υποβάλει αίτημα διαμεσολάβησης. Εφόσον η πλειοψηφία των χρηματοδοτικών φορέων αποδεχθεί το αίτημα, τη διαδικασία αναλαμβάνει διαπιστευμένος μεσολαβητής. Ωστόσο, αν περάσουν τριάντα ημέρες από την υποβολή του αιτήματος διαμεσολάβησης και δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία για την αναδιάρθρωση των οφειλών, τότε η διαδικασία λήγει οριστικά, χωρίς δυνατότητα παράτασης ή ανανέωσης.
Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα δηλαδή δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες που βρίσκονται σε παύση πληρωμών. Δηλαδή πολύ γενικά δεν καταβάλλουν υποχρεώσεις προς Δημόσιο, ή φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ή τράπεζες τουλάχιστον για περίοδο 6 μηνών ο νόμος επεξηγεί θέματα επ’αυτού (άρθρο 77) . Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο στον τόπο κατοικίας του φυσικού προσώπου και για μικρού αντικειμένου πτωχεύσεις το Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη.
Ένα επιπλέον στοιχείο που πρέπει να λάβουν υπόψη όσοι ενταχθούν στο νέο νόμο είναι η δυνατότητα που προσφέρει για διαμεσολάβηση μεταξύ του οφειλέτη και του πιστωτή. Πώς γίνεται στην πράξη μια διαμεσολάβηση; Με πολύ απλά λόγια συναντιούνται οι εκπρόσωποι των πιστωτών και ο οφειλέτης με τους νομικούς τους παραστάτες και ο διαμεσολαβητής. Γίνονται κοινές και χωριστές συναντήσεις των μερών και συζητούνται οι προτάσεις των μερών. Εφόσον καταλήξουν τα μέρη σε συμφωνία υπογράφεται πρακτικό επιτυχίας που έχει εκτελεστότητα. Σε μια διαδικασία διαμεσολάβησης το καίριο σημείο είναι η διερεύνηση των εναλλακτικών λύσεων που έχουν τα μέρη.
Η κυριότερη συνέπεια είναι η απώλεια της πτωχευτικής περιουσίας. Από αυτήν δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν αντικείμενα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του οφειλέτη και της οικογένειας του, αλλά και για την εκτέλεση της εργασίας του. Επίσης, η μεταπτωχευτική περιουσία, δηλαδή η περιουσία που αποκτά ένας οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης, δεν κινδυνεύει. Δηλαδή ότι εισόδημα ή περιουσία αποκτήσει ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης δεν ρευστοποιείται.