Τραπεζική Διαμεσολάβηση

Η τραπεζική διαμεσολάβηση αποτελεί έναν σύγχρονο και εναλλακτικό τρόπο εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζικών ιδρυμάτων. Ο θεσμός αυτός, που ξεκίνησε με τον Ν. 3898/2010 και αναμορφώθηκε με τον Ν. 4512/2018, αποσκοπεί στην εξεύρεση αμοιβαία επωφελών λύσεων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αν και η μη υποχρεωτική φύση του
περιόρισε την αρχική εφαρμογή του, η τραπεζική διαμεσολάβηση προσφέρει μια αποτελεσματική εναλλακτική στις χρονοβόρες και δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες.

Η διαδικασία προϋποθέτει την έγγραφη συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών και πραγματοποιείται οικειοθελώς, παρέχοντας έτσι μια ευέλικτη και πιο άμεση λύση σε συγκρούσεις οικονομικού περιεχομένου.

Η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου για τον Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης ενίσχυσε τη λειτουργία της τραπεζικής διαμεσολάβησης, επεκτείνοντας τις αρμοδιότητες του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου. Με τη νέα ρύθμιση, δίνεται η δυνατότητα διορισμού διαμεσολαβητών για την αναδιάρθρωση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό το βήμα ενισχύει την πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές διευθέτησης διαφορών, προσφέροντας νέες δυνατότητες στους δανειολήπτες και τις τράπεζες να επιλύουν τις διαφορές τους εξωδικαστικά, με όρους ταχύτητας και αποτελεσματικότητας που καμία δικαστική διαδικασία δεν μπορεί να εγγυηθεί.

Για τους πολίτες, η διαμεσολάβηση προσφέρει ταχύτητα, βιωσιμότητα του χρέους και προστασία της περιουσίας, ακόμη και όταν δεν καλύπτονται από άλλες νομοθεσίες, όπως ο νόμος Κατσέλη. Για τους επιχειρηματίες, εξασφαλίζει την άρση αδιεξόδων και τη δυνατότητα επανεκκίνησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ενώ τους επιτρέπει να βρουν καινοτόμες λύσεις που διασφαλίζουν την επιβίωση της επιχείρησης.
Ο διαμεσολαβητής είναι ένας ουδέτερος και αμερόληπτος τρίτος που διευκολύνει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών. Βοηθά τα μέρη να κατανοήσουν τα συμφέροντά τους, να αναλύσουν τις επιλογές τους και να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση. Στις τραπεζικές διαφορές, η εξειδίκευση του διαμεσολαβητή σε τραπεζικά ζητήματα παίζει καθοριστικό ρόλο, διευκολύνοντας την κατανόηση της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και την επίτευξη βιώσιμων συμφωνιών.
Η διαδικασία είναι εκούσια και ξεκινά με την έγγραφη συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών. Η επιλογή του διαμεσολαβητή γίνεται από κοινού, ο οποίος λειτουργεί ουδέτερα και αμερόληπτα. Οι συναντήσεις μπορεί να είναι κοινές ή χωριστές και διεξάγονται σε κλίμα εμπιστευτικότητας. Η διαδικασία διαρκεί συνήθως 1-2 μήνες και ολοκληρώνεται με την υπογραφή πρακτικού επιτυχίας που μπορεί να έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
Η διαμεσολάβηση οδηγεί στην επίτευξη λύσεων προσαρμοσμένων στις ανάγκες του δανειολήπτη και τις απαιτήσεις της τράπεζας, συμβάλλοντας στη μείωση των ληξιπρόθεσμων ανοιγμάτων. Επίσης, ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των μερών, αποφεύγει εντάσεις και διατηρεί τη σχέση εμπιστοσύνης με την τράπεζα, προσφέροντας αμοιβαίο όφελος.